υποπλώω

υποπλώω
Α
(ιων. ποιητ. τ.) βλ. υποπλέω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποπλέω — ὑποπλέω, ΝΜΑ, και ιων. ποιητ. τ. ὑποπλώω, Α [πλέω] ναυτ. πλέω κοντά στην ξηρά αποφεύγοντας τον άνεμο, παραπλέω τις ακτές μσν. μτφ. (σχετικά με μια αρνητική κατάσταση) μένω ανέγγιχτος («παρανομίας θάλασσαν ύπέπλευσαν άβρόχως», Μηναί.) αρχ. πλέω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”